- ἅρπαγας
- ἅρπαξrobbingmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρπαγας, ο — και άρπαγος,ο αυτός που αρπάζει: Δε φαντάζεσαι πόσο άρπαγος είναι ο άνθρωπος αυτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… … Dictionary of Greek
ἁρπαγάς — ἁρπαγά̱ς , ἁρπαγή seizure fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγας — ἁρπάγᾱς , ἁρπάγη hook fem acc pl ἁρπάγᾱς , ἁρπάγη hook fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
възхыщениѥ — ВЪЗХЫЩЕНИ|Ѥ (52), ˫А с. 1. Получение чего л., овладение чем л.: и тщаливии будемъ на всхыщение цр(с)тви˫а нб(с)наго (εἰς τὸ ἁρπάσαι) ФСт XIV, 227в; въ простотѣ бо ходѩще зла не желають. и скровищь многоцѣнъныхъ. не требують снискати и на… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Minuscule 460 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 460 Text Acts of the Apostles, Catholic epistles, Pauline epistles Date 13th century Script … Wikipedia
Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… … Dictionary of Greek
άρπαγος — (6ος αι. π.Χ.).Μήδος στρατηγός, στον οποίο ο βασιλιάς Αστυάγης είχε αναθέσει να σκοτώσει τον νεογέννητο εγγονό του Κύρο Β’, γιο της κόρης του Μανδάνης και του βασιλιά των Περσών Καμβύση Α’. Ο Ά. δεν πραγματοποίησε την εντολή του βασιλιά και… … Dictionary of Greek
άρπαξ — ο, η (Α) βλ. άρπαγας … Dictionary of Greek
αδράχτης — (I) ο [αδράχτι] το αδράχτι. (II) ο [αδράχνω] άρπαγας, κλεφταράς … Dictionary of Greek